- φιλοδικαστής
- ὁ, ΜΑ(ως τίτλος έργου τού Τιμοκλέους) αυτός που τού αρέσει να απονέμει δικαιοσύνη, να έχει το αξίωμα τού δικαστή.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + δικαστής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοδικαστής — one who likes being a judge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδικασταί — φιλοδικαστής one who likes being a judge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδικαστῇ — φιλοδικαστής one who likes being a judge masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδικαστήν — φιλοδικαστής one who likes being a judge masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)